λαναράς

λαναράς
ο [λανάρι]
1. αυτός που ξαίνει μαλλί, βαμβάκι ή λινάρι με το λανάρι
2. ο χειριστής λαναριστικής μηχανής
3. ο κατασκευαστής ή πωλητής λαναριών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαναράς — ο (λ. λατ.), αυτός που ασχολείται με το ξάσιμο του μαλλιού, ο εριουργός, ο ιδιοκτήτης λαναριστήριου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξάντης — ο, θηλ. ξάντρια (Α ξάντης, θηλ. ξάντρια) [ξαίνω] εργάτης ειδικός για την ξάνση τού ερίου, λαναράς νεοελλ. το εργαλείο τού λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι τίτλος δράματος τού Αισχύλου που δεν… …   Dictionary of Greek

  • περιστροφίς — ίδος, ἡ, Α 1. ξύλινο εξάρτημα με το οποίο απέβαλλαν το σιτάρι που ξεπερνούσε το μέτρο, η ρήγλα 2. λαβή με την οποία ο λαναράς περιέστρεφε τη συσκευή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστρέφω (πρβλ. περιστροφ ή) + κατάλ. ίς, πρβλ. επι στροφίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”